paralyzation$57808$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

paralyzation$57808$ - translation to ελληνικό

LOSS OF MUSCLE FUNCTION IN ONE OR MORE MUSCLES
General paralysis; Paralyze; Paralytic syndromes; Tonic paralysis; Paralytic syndrome; Paralyses; Paralyse; Paralytic; Paralyzation; Paralyzed; Paralysed; Uniplegia; Haemoplegia; Plegia; Pseudoparalysis; Ascending paralysis; Muscle immobilization; Paralysers; Paralyzers; Paralysation; Motor paralysis; Descending paralysis; Muscle paralysis; Paralytic illness

paralyzation      
n. παράλυση

Ορισμός

Paralytic
·noun A person affected with paralysis.
II. Paralytic ·adj Inclined or tending to paralysis.
III. Paralytic ·adj Affected with paralysis, or palsy.
IV. Paralytic ·adj Of or pertaining to paralysis; resembling paralysis.

Βικιπαίδεια

Paralysis

Paralysis (also known as plegia) is a loss of motor function in one or more muscles. Paralysis can also be accompanied by a loss of feeling (sensory loss) in the affected area if there is sensory damage. In the United States, roughly 1 in 50 people have been diagnosed with some form of permanent or transient paralysis. The word "paralysis" derives from the Greek παράλυσις, meaning "disabling of the nerves" from παρά (para) meaning "beside, by" and λύσις (lysis) meaning "making loose". A paralysis accompanied by involuntary tremors is usually called "palsy".